Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εφοδιασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανεφοδιασμός
-
εκβιασμός
-
σχεδιασμός
-
ενδοιασμός
-
βιασμός
)
Συνώνυμα
παροχή
προμήθεια
εξοπλισμός
3
Αντώνυμα
έλλειψη
στέρηση
απογύμνωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εφοδιασμού, δηλαδή η παροχή των απαραίτητων πραγμάτων ή υλικών.
Το σύνολο των αντικειμένων ή υλικών που παρέχονται για κάποιο σκοπό.
2
Παραδείγματα
Ο εφοδιασμός των καταστημάτων με νέα προϊόντα γίνεται καθημερινά.
Η εταιρεία ανέλαβε τον εφοδιασμό του στρατού με τρόφιμα και πολεμοφόδια.
2