Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντανακλαστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
αντανακλαστικός
-
αντανακλώ
-
ανακουφιστικό
)
Συνώνυμα
ανακλαστικό
αντανακλαστικό
2
Αντώνυμα
μη αντανακλαστικό
ανακλαστικά αδύνατο
2
Ορισμός
Που σχετίζεται με την ανάκλαση ή προκαλεί ανάκλαση.
Που αντανακλάται ή μπορεί να αντανακλαστεί.
Που ανταποκρίνεται γρήγορα και αυθόρμητα σε ένα ερέθισμα.
3
Παραδείγματα
Το αντανακλαστικό φως του φεγγαριού στο νερό ήταν μαγευτικό.
Η αντανακλαστική επιφάνεια του καθρέφτη μας επέτρεψε να δούμε την εικόνα μας.
Η αντανακλαστική του αντίδραση σε κίνδυνο ήταν άμεση.
3