1. Λέξη
    αντανακλαστικό (επίθετο) - (παρόμοια: αντανακλαστικός - αντανακλώ - ανακουφιστικό)
  2. Συνώνυμα
    • ανακλαστικό
    • αντανακλαστικό
    2
  3. Αντώνυμα
    • μη αντανακλαστικό
    • ανακλαστικά αδύνατο
    2
  4. Ορισμός
    • Που σχετίζεται με την ανάκλαση ή προκαλεί ανάκλαση.
    • Που αντανακλάται ή μπορεί να αντανακλαστεί.
    • Που ανταποκρίνεται γρήγορα και αυθόρμητα σε ένα ερέθισμα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το αντανακλαστικό φως του φεγγαριού στο νερό ήταν μαγευτικό.
    • Η αντανακλαστική επιφάνεια του καθρέφτη μας επέτρεψε να δούμε την εικόνα μας.
    • Η αντανακλαστική του αντίδραση σε κίνδυνο ήταν άμεση.
    3