Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντανακλαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αντανακλαστικό
-
αναγκαστικός
-
αντανακλώ
-
αστικός
-
ανταγωνιστικός
-
φανταστικός
-
ανατριχιαστικός
-
πλαστικός
-
αναπνευστικός
)
Συνώνυμα
καθρεπτικός
ανακλαστικός
αντηχητικός
3
Αντώνυμα
απορροφητικός
αδιαφανής
2
Ορισμός
που αντανακλά ή έχει τη δυνατότητα να αντανακλά φως, ήχο ή άλλες μορφές ενέργειας
που σχετίζεται με την αντανάκλαση
που δείχνει ή εκφράζει κάτι με έμμεσο τρόπο
3
Παραδείγματα
Ο καθρέφτης είναι ένα αντανακλαστικό αντικείμενο.
Η επιφάνεια της λίμνης ήταν τέλεια αντανακλαστική.
Η αντανακλαστική του συμπεριφορά έδειχνε την αγωνία του.
3