Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντανακλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αντανακλαστικό
-
αντανακλαστικός
-
ανακαλώ
)
Συνώνυμα
ανακλώ
αντηχώ
απορροφώ
3
Αντώνυμα
απορροφώ
απορρίπτω
2
Ορισμός
Επιστρέφω ή ανακλώ φως, ήχο ή θερμότητα όταν προσπίπτουν σε μια επιφάνεια.
Αντιδράω ή ανταποκρίνομαι σε μια κατάσταση ή ένα ερέθισμα.
2
Παραδείγματα
Ο ήχος αντανακλάται στους τοίχους του σπηλαίου.
Τα νέα μέσα αντανακλούν την κοινωνική πραγματικότητα.
2