1. Λέξη
    αντανακλώ (ρήμα) - (παρόμοια: αντανακλαστικό - αντανακλαστικός - ανακαλώ)
  2. Συνώνυμα
    • ανακλώ
    • αντηχώ
    • απορροφώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • απορροφώ
    • απορρίπτω
    2
  4. Ορισμός
    • Επιστρέφω ή ανακλώ φως, ήχο ή θερμότητα όταν προσπίπτουν σε μια επιφάνεια.
    • Αντιδράω ή ανταποκρίνομαι σε μια κατάσταση ή ένα ερέθισμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ήχος αντανακλάται στους τοίχους του σπηλαίου.
    • Τα νέα μέσα αντανακλούν την κοινωνική πραγματικότητα.
    2