Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανταποκρίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
υποκρίνομαι
-
ανταποκριθώ
-
κρίνομαι
-
ανταποκριτής
-
εγκρίνομαι
-
απογίνομαι
-
ανταπεξέρχομαι
)
Συνώνυμα
απαντώ
αντιδρώ
αντιπροσωπεύω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
αποφεύγω
3
Ορισμός
Επιστρέφω μια απάντηση ή αντίδραση σε κάποιον ή κάτι.
Αντιδρώ με παρόμοιο τρόπο ή με παρόμοια συμπεριφορά.
Εκπροσωπώ ή υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι σε επίσημη ιδιότητα.
3
Παραδείγματα
Ανταποκρίνομαι στο μήνυμά σου με αυτήν την επιστολή.
Οι μαθητές ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό στην πρόταση του δασκάλου.
Ο δικηγόρος ανταποκρίθηκε υπερασπιζόμενος τα δικαιώματα του πελάτη του.
3