1. Λέξη
    αντικαθιστώ (ρήμα) - (παρόμοια: αποκαθιστώ - καθιστώ - εγκαθιστώ)
  2. Συνώνυμα
    • αντικαθιστώ
    • αντικαταστήσω
    • υποκαθιστώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • διατηρώ
    • κρατώ
    • συντηρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να βάζω κάτι ή κάποιον στη θέση ενός άλλου.
    • Να αντικαθιστώ κάτι με κάτι άλλο που έχει παρόμοια λειτουργία ή χαρακτηριστικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η νέα τεχνολογία μπορεί να αντικαταστήσει την παλιά.
    • Ο νέος υπάλληλος θα αντικαταστήσει τον προηγούμενο που αποχώρησε.
    2