Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθιστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
καθιστός
-
εγκαθιστώ
-
καθιστικό
-
καθαριστώ
-
αποκαθιστώ
-
αντικαθιστώ
-
καθισμένη
-
εθιστώ
)
Συνώνυμα
προκαλώ
οδηγώ
προξενώ
3
Αντώνυμα
αποτρέπω
σταματώ
εμποδίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να συμβεί ή να υπάρξει.
Προκαλώ μια κατάσταση ή συνθήκη.
Οδηγώ σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
3
Παραδείγματα
Η απροσεξία του καθιστά δυνατή την απώλεια των εγγράφων.
Οι καιρικές συνθήκες καθιστούν αδύνατη τη διεξαγωγή του αγώνα.
Η συνεργασία τους καθιστά εφικτή την ολοκλήρωση του έργου έγκαιρα.
3