1. Συνώνυμα
    • προκαλώ
    • οδηγώ
    • προξενώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποτρέπω
    • σταματώ
    • εμποδίζω
    3
  3. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να συμβεί ή να υπάρξει.
    • Προκαλώ μια κατάσταση ή συνθήκη.
    • Οδηγώ σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η απροσεξία του καθιστά δυνατή την απώλεια των εγγράφων.
    • Οι καιρικές συνθήκες καθιστούν αδύνατη τη διεξαγωγή του αγώνα.
    • Η συνεργασία τους καθιστά εφικτή την ολοκλήρωση του έργου έγκαιρα.
    3