Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγκαθιστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
καθιστώ
-
εθιστώ
-
αποκαθιστώ
-
αντικαθιστώ
)
Συνώνυμα
εγκαθίδρυω
τοποθετώ
εγκαταστήνω
3
Αντώνυμα
αποσύρω
αφαιρώ
απομακρύνω
3
Ορισμός
Τοποθετώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση ή θέση.
Εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση ή αξίωμα.
Εγκαταστήνω κάτι μόνιμα ή για μεγάλο χρονικό διάστημα.
3
Παραδείγματα
Θα εγκαταστήσω το νέο λογισμικό στον υπολογιστή μου.
Ο δήμαρχος εγκατέστησε την επιτροπή για να μελετήσει το πρόβλημα.
Η εταιρεία εγκατέστησε νέους υπολογιστές σε όλα τα γραφεία.
3