1. Λέξη
    εγκαθιστώ (ρήμα) - (παρόμοια: καθιστώ - εθιστώ - αποκαθιστώ - αντικαθιστώ)
  2. Συνώνυμα
    • εγκαθίδρυω
    • τοποθετώ
    • εγκαταστήνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσύρω
    • αφαιρώ
    • απομακρύνω
    3
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση ή θέση.
    • Εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση ή αξίωμα.
    • Εγκαταστήνω κάτι μόνιμα ή για μεγάλο χρονικό διάστημα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα εγκαταστήσω το νέο λογισμικό στον υπολογιστή μου.
    • Ο δήμαρχος εγκατέστησε την επιτροπή για να μελετήσει το πρόβλημα.
    • Η εταιρεία εγκατέστησε νέους υπολογιστές σε όλα τα γραφεία.
    3