1. Λέξη
    αντιστοιχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αντιστοιχώ - αμαξοστοιχία - συστοιχία - αντιστροφή - αντιστρέφω - αντιστρέψω)
  2. Συνώνυμα
    • ομοιότητα
    • συμφωνία
    • παρόμοια σχέση
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαφορά
    • ασυμφωνία
    • αντιστοιχία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα ή η κατάσταση του να αντιστοιχεί κάτι με κάτι άλλο.
    • Μια σχέση μεταξύ δύο πραγμάτων όπου το ένα αντιστοιχεί στο άλλο.
    • Η παρουσία ομοιότητας ή συμφωνίας μεταξύ διαφορετικών πραγμάτων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των δύο γλωσσών σε αυτό το σημείο.
    • Η αντιστοιχία των αποτελεσμάτων με τις προβλέψεις ήταν εντυπωσιακή.
    • Ψάχνουμε για μια αντιστοιχία μεταξύ των στοιχείων των δύο συνόλων.
    3