Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντιστρέψω (ρήμα) - (παρόμοια:
αντιστρέφω
-
αντιστροφή
-
επιστρέψω
-
αντιστράτηγος
-
στρέψω
-
αντιστοιχώ
-
αντιστοιχία
)
Συνώνυμα
αναστρέφω
εναλλάσσω
μεταβάλλω
3
Αντώνυμα
διατηρώ
κρατώ
παραμένω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι να πάει προς την αντίθετη κατεύθυνση ή να αλλάξει η σειρά του.
Να αλλάξω τη φύση ή την κατάσταση ενός πράγματος σε αντίθετη.
2
Παραδείγματα
Μπορείς να αντιστρέψεις τη φορά περιστροφής του κινητήρα;
Η νέα πολιτική ανέστρεψε τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας.
2