Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντιστοιχώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αντιστοιχία
-
αντιστρέφω
-
αντιστροφή
-
αντιστρέψω
-
αντίστοιχος
)
Συνώνυμα
ταιριάζω
συσχετίζομαι
αντιπροσωπεύω
3
Αντώνυμα
αποκλίνω
διαφέρω
ασυμφωνώ
3
Ορισμός
Να έχω μια ακριβή ή άμεση σχέση με κάτι άλλο.
Να ταιριάζω ή να συμβαδίζω με κάτι.
Να αντιπροσωπεύω ή να εκφράζω κάτι με ακρίβεια.
3
Παραδείγματα
Ο αριθμός των μαθητών αντιστοιχεί στον αριθμό των θρανίων.
Η ένταση του φωτός αντιστοιχεί στη διάθεσή μου.
Αυτό το σύμβολο αντιστοιχεί στη νότα Ντο.
3