1. Λέξη
    αντιστοιχώ (ρήμα) - (παρόμοια: αντιστοιχία - αντιστρέφω - αντιστροφή - αντιστρέψω - αντίστοιχος)
  2. Συνώνυμα
    • ταιριάζω
    • συσχετίζομαι
    • αντιπροσωπεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκλίνω
    • διαφέρω
    • ασυμφωνώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχω μια ακριβή ή άμεση σχέση με κάτι άλλο.
    • Να ταιριάζω ή να συμβαδίζω με κάτι.
    • Να αντιπροσωπεύω ή να εκφράζω κάτι με ακρίβεια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο αριθμός των μαθητών αντιστοιχεί στον αριθμό των θρανίων.
    • Η ένταση του φωτός αντιστοιχεί στη διάθεσή μου.
    • Αυτό το σύμβολο αντιστοιχεί στη νότα Ντο.
    3