Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντιστρέφω (ρήμα) - (παρόμοια:
αντιστρέψω
-
αντιστροφή
-
ανατρέφω
-
επιστρέφω
-
αντιστράτηγος
-
στρέφω
-
αντιστοιχώ
-
αντιστοιχία
)
Συνώνυμα
αναστρέφω
αντιστροφεύω
αλλάζω κατεύθυνση
3
Αντώνυμα
διατηρώ
κρατώ
παραμένω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι να κινηθεί ή να λειτουργήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Να αλλάζω τη σειρά ή τη θέση των στοιχείων ενός συνόλου.
Να μεταβάλλω ριζικά μια κατάσταση ή μια συνθήκη.
3
Παραδείγματα
Οδηγώντας, πρέπει να αντιστρέψεις την πορεία σου για να επιστρέψεις.
Μπορείς να αντιστρέψεις τη σειρά των αριθμών για να δεις διαφορετικά αποτελέσματα.
Η νέα πολιτική ανέστρεψε την οικονομική ύφεση.
3