1. Συνώνυμα
    • αναστρέφω
    • αντιστροφεύω
    • αλλάζω κατεύθυνση
    3
  2. Αντώνυμα
    • διατηρώ
    • κρατώ
    • παραμένω
    3
  3. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι να κινηθεί ή να λειτουργήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
    • Να αλλάζω τη σειρά ή τη θέση των στοιχείων ενός συνόλου.
    • Να μεταβάλλω ριζικά μια κατάσταση ή μια συνθήκη.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οδηγώντας, πρέπει να αντιστρέψεις την πορεία σου για να επιστρέψεις.
    • Μπορείς να αντιστρέψεις τη σειρά των αριθμών για να δεις διαφορετικά αποτελέσματα.
    • Η νέα πολιτική ανέστρεψε την οικονομική ύφεση.
    3