1. Λέξη
    ανώτερος (επίθετο) - (παρόμοια: απώτερος - νεώτερος - ανώτατος - κατώτερος)
  2. Συνώνυμα
    • υψηλότερος
    • ανώτερος βαθμός
    • ανώτατος
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατώτερος
    • χαμηλότερος
    • υποδεέστερος
    3
  4. Ορισμός
    • που βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο ή βαθμό
    • που έχει μεγαλύτερη σημασία ή αξία
    • που ανήκει σε υψηλότερη τάξη ή κατηγορία
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ανώτερος υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την ομάδα.
    • Η ανώτερη εκπαίδευση είναι απαραίτητη για πολλές επαγγελματικές θέσεις.
    • Ο ανώτερος αξιωματικός έδωσε τις εντολές για την επιχείρηση.
    3