Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατώτερος (επίθετο) - (παρόμοια:
κατώτατος
-
καλύτερος
-
νεώτερος
-
ανώτερος
-
απώτερος
)
Συνώνυμα
χαμηλότερος
υποδεέστερος
λιγότερο σημαντικός
3
Αντώνυμα
ανώτερος
υψηλότερος
σημαντικότερος
3
Ορισμός
που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση ή βαθμό
που έχει λιγότερη αξία ή σημασία
που ανήκει σε κατώτερη τάξη ή κατηγορία
3
Παραδείγματα
Ο κατώτερος υπάλληλος δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία.
Η κατώτερη ποιότητα του προϊόντος έγινε αμέσως αντιληπτή.
Στην ιεραρχία της εταιρείας, οι κατώτεροι υπάλληλοι δουλεύουν στον πρώτο όροφο.
3