1. Λέξη
    κατώτερος (επίθετο) - (παρόμοια: κατώτατος - καλύτερος - νεώτερος - ανώτερος - απώτερος)
  2. Συνώνυμα
    • χαμηλότερος
    • υποδεέστερος
    • λιγότερο σημαντικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανώτερος
    • υψηλότερος
    • σημαντικότερος
    3
  4. Ορισμός
    • που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση ή βαθμό
    • που έχει λιγότερη αξία ή σημασία
    • που ανήκει σε κατώτερη τάξη ή κατηγορία
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο κατώτερος υπάλληλος δεν είχε πρόσβαση στα αρχεία.
    • Η κατώτερη ποιότητα του προϊόντος έγινε αμέσως αντιληπτή.
    • Στην ιεραρχία της εταιρείας, οι κατώτεροι υπάλληλοι δουλεύουν στον πρώτο όροφο.
    3