1. Λέξη
    απασχολημένο (επίθετο) - (παρόμοια: απασχολημένος - απασχολώ - απασχολούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • κατειλημμένο
    • ασχολούμενο
    • δουλεμένο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελεύθερο
    • διαθέσιμο
    • ανέμελο
    3
  4. Ορισμός
    • Που απασχολείται ή δουλεύει σε κάτι.
    • Που δεν είναι διαθέσιμο λόγω δουλειάς ή άλλης υποχρέωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι απασχολημένος με την εργασία του και δεν μπορεί να βγει.
    • Το τηλέφωνο ήταν απασχολημένο όλη την ώρα.
    2