Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απασχολημένο (επίθετο) - (παρόμοια:
απασχολημένος
-
απασχολώ
-
απασχολούμαι
)
Συνώνυμα
κατειλημμένο
ασχολούμενο
δουλεμένο
3
Αντώνυμα
ελεύθερο
διαθέσιμο
ανέμελο
3
Ορισμός
Που απασχολείται ή δουλεύει σε κάτι.
Που δεν είναι διαθέσιμο λόγω δουλειάς ή άλλης υποχρέωσης.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι απασχολημένος με την εργασία του και δεν μπορεί να βγει.
Το τηλέφωνο ήταν απασχολημένο όλη την ώρα.
2