Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απασχολημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
απασχολημένο
-
απασχολώ
-
απωθημένος
)
Συνώνυμα
κατειλημμένος
δουλεμένος
εργαζόμενος
3
Αντώνυμα
ελεύθερος
διαθέσιμος
ανέργος
3
Ορισμός
Που έχει υποχρεώσεις ή εργασία που τον κρατά απασχολημένο.
Που δεν είναι ελεύθερος να κάνει κάτι άλλο λόγω των υποχρεώσεών του.
2
Παραδείγματα
Είμαι πολύ απασχολημένος αυτή την εβδομάδα και δεν μπορώ να βρεθούμε.
Ο απασχολημένος προγραμματιστής δεν είχε χρόνο για διακοπές.
2