1. Λέξη
    απασχολημένος (επίθετο) - (παρόμοια: απασχολημένο - απασχολώ - απωθημένος)
  2. Συνώνυμα
    • κατειλημμένος
    • δουλεμένος
    • εργαζόμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελεύθερος
    • διαθέσιμος
    • ανέργος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει υποχρεώσεις ή εργασία που τον κρατά απασχολημένο.
    • Που δεν είναι ελεύθερος να κάνει κάτι άλλο λόγω των υποχρεώσεών του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Είμαι πολύ απασχολημένος αυτή την εβδομάδα και δεν μπορώ να βρεθούμε.
    • Ο απασχολημένος προγραμματιστής δεν είχε χρόνο για διακοπές.
    2