Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απασχολώ (ρήμα) - (παρόμοια:
απασχολούμαι
-
απασχολημένο
-
απασχολημένος
)
Συνώνυμα
καταλαμβάνω
ασχολούμαι
προσπαθώ
3
Αντώνυμα
αφήνω
αποσύρω
αδιαφορώ
3
Ορισμός
Να απασχολώ κάποιον σημαίνει να του δίνω κάποια εργασία ή να τον κάνω να σκέφτεται ή να ενδιαφέρεται για κάτι.
Να καταλαμβάνω τον χρόνο ή την προσοχή κάποιου.
2
Παραδείγματα
Η δουλειά του τον απασχολεί πολύ και δεν έχει χρόνο για άλλα.
Αυτό το πρόβλημα με απασχολεί εδώ και μέρες.
2