1. Λέξη
    απασχολώ (ρήμα) - (παρόμοια: απασχολούμαι - απασχολημένο - απασχολημένος)
  2. Συνώνυμα
    • καταλαμβάνω
    • ασχολούμαι
    • προσπαθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • αποσύρω
    • αδιαφορώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να απασχολώ κάποιον σημαίνει να του δίνω κάποια εργασία ή να τον κάνω να σκέφτεται ή να ενδιαφέρεται για κάτι.
    • Να καταλαμβάνω τον χρόνο ή την προσοχή κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η δουλειά του τον απασχολεί πολύ και δεν έχει χρόνο για άλλα.
    • Αυτό το πρόβλημα με απασχολεί εδώ και μέρες.
    2