Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απωθημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αποτυχημένος
-
απορροφημένος
-
απασχολημένος
-
αφηρημένος
-
αγαπημένος
-
ψημένος
-
αποκομμένος
)
Συνώνυμα
καταπιεσμένος
αναστατωμένος
συγκρατημένος
3
Αντώνυμα
εκφρασμένος
ελευθερωμένος
απελευθερωμένος
3
Ορισμός
Που έχει καταπιεστεί ή συγκρατηθεί, ιδιαίτερα σε ψυχολογικό επίπεδο.
Που δεν έχει εκφραστεί ή απελευθερωθεί.
2
Παραδείγματα
Ο απωθημένος θυμός του εκδηλώθηκε ξαφνικά.
Τα απωθημένα του συναισθήματα τον οδήγησαν σε κατάθλιψη.
2