Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απειλούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αποτελούμαι
-
απασχολούμαι
-
απειλή
-
απειλώ
-
ασχολούμαι
-
απαρνούμαι
-
απολογούμαι
)
Συνώνυμα
αναστατώνομαι
τρομάζω
φοβάμαι
3
Αντώνυμα
ασφαλίζομαι
προστατεύομαι
ηρεμώ
3
Ορισμός
Νιώθω ότι βρίσκομαι σε κίνδυνο ή ότι μπορεί να μου συμβεί κάτι κακό.
Υφίσταμαι την πιθανότητα να βλάψω ή να υποστώ ζημιά.
2
Παραδείγματα
Απειλούμαι από τους γείτονές μου που με κατηγορούν άδικα.
Ο πληθυσμός της περιοχής απειλείται από την πλημμύρα.
2