Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απελευθερωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
απελευθερωθώ
-
απελευθερωμένος
-
απελευθερώνω
-
απελευθερώνομαι
-
απελευθερώνεται
-
ερωτικός
-
απελπιστικός
)
Συνώνυμα
ελευθερωτικός
απελευθερώνων
απελευθερωμένος
3
Αντώνυμα
καταπιεστικός
απολυταρχικός
δεσμευτικός
3
Ορισμός
που συμβάλλει στην απελευθέρωση ή την ελευθερία
που σχετίζεται με την απελευθέρωση από κάποια καταπίεση ή περιορισμό
που προωθεί την ελευθερία και την αυτοδιάθεση
3
Παραδείγματα
Ο απελευθερωτικός αγώνας του έθνους κράτησε πολλά χρόνια.
Η απελευθερωτική ιδεολογία επηρέασε πολλούς ανθρώπους.
Μια απελευθερωτική προσέγγιση της εκπαίδευσης ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα.
3