1. Συνώνυμα
    • ελευθερωτικός
    • απελευθερώνων
    • απελευθερωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • καταπιεστικός
    • απολυταρχικός
    • δεσμευτικός
    3
  3. Ορισμός
    • που συμβάλλει στην απελευθέρωση ή την ελευθερία
    • που σχετίζεται με την απελευθέρωση από κάποια καταπίεση ή περιορισμό
    • που προωθεί την ελευθερία και την αυτοδιάθεση
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο απελευθερωτικός αγώνας του έθνους κράτησε πολλά χρόνια.
    • Η απελευθερωτική ιδεολογία επηρέασε πολλούς ανθρώπους.
    • Μια απελευθερωτική προσέγγιση της εκπαίδευσης ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα.
    3