Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απελευθερωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
απελευθερωθώ
-
απελευθερωτικός
-
απελευθερώνω
-
αφιερωμένος
-
απελευθερώνομαι
-
απελευθερώνεται
-
απελπισμένος
-
λερωμένος
)
Συνώνυμα
ελεύθερος
απολυμένος
ξεμπλοκαρισμένος
3
Αντώνυμα
δεσμευμένος
φυλακισμένος
κρατούμενος
3
Ορισμός
Που έχει απελευθερωθεί από κάποιον περιορισμό ή εξάρτηση.
Που δεν βρίσκεται πλέον υπό έλεγχο ή επιρροή άλλου.
2
Παραδείγματα
Ο απελευθερωμένος σκλάβος γύρισε στην πατρίδα του.
Μετά από χρόνια δουλείας, ένιωσε τελικά απελευθερωμένος.
2