Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απενεργοποιήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
απενεργοποιώ
-
απενεργοποιούμαι
-
απενεργοποίηση
-
ενεργοποιώ
)
Συνώνυμα
απενεργοποιώ
κλείνω
σταματώ
3
Αντώνυμα
ενεργοποιώ
ανοίγω
ξεκινώ
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να μην λειτουργεί πλέον.
Διακόπτω τη λειτουργία μιας συσκευής ή συστήματος.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να απενεργοποιήσω τον υπολογιστή πριν φύγω.
Μην ξεχάσεις να απενεργοποιήσεις το κλιματιστικό όταν φύγεις.
2