1. Λέξη
    απενεργοποιήσω (ρήμα) - (παρόμοια: απενεργοποιώ - απενεργοποιούμαι - απενεργοποίηση - ενεργοποιώ)
  2. Συνώνυμα
    • απενεργοποιώ
    • κλείνω
    • σταματώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενεργοποιώ
    • ανοίγω
    • ξεκινώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να μην λειτουργεί πλέον.
    • Διακόπτω τη λειτουργία μιας συσκευής ή συστήματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να απενεργοποιήσω τον υπολογιστή πριν φύγω.
    • Μην ξεχάσεις να απενεργοποιήσεις το κλιματιστικό όταν φύγεις.
    2