1. Λέξη
    απενεργοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια: απενεργοποιήσω - ενεργοποιώ - απενεργοποιούμαι - απενεργοποίηση)
  2. Συνώνυμα
    • απενεργοποιώ
    • κλείνω
    • σταματώ
    • απενεργοποιώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • ενεργοποιώ
    • ανοίγω
    • ξεκινώ
    • ενεργοποιώ
    4
  4. Ορισμός
    • Να σταματήσω τη λειτουργία μιας συσκευής ή συστήματος.
    • Να κάνω κάτι να μην λειτουργεί πλέον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να απενεργοποιήσεις τον υπολογιστή πριν φύγεις.
    • Οι τεχνικοί απενεργοποίησαν το σύστημα για συντήρηση.
    2