Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απενεργοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια:
απενεργοποιήσω
-
ενεργοποιώ
-
απενεργοποιούμαι
-
απενεργοποίηση
)
Συνώνυμα
απενεργοποιώ
κλείνω
σταματώ
απενεργοποιώ
4
Αντώνυμα
ενεργοποιώ
ανοίγω
ξεκινώ
ενεργοποιώ
4
Ορισμός
Να σταματήσω τη λειτουργία μιας συσκευής ή συστήματος.
Να κάνω κάτι να μην λειτουργεί πλέον.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να απενεργοποιήσεις τον υπολογιστή πριν φύγεις.
Οι τεχνικοί απενεργοποίησαν το σύστημα για συντήρηση.
2