Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απενεργοποιούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ενεργοποιούμαι
-
απενεργοποιώ
-
απενεργοποιήσω
-
απενεργοποίηση
-
ειδοποιούμαι
)
Συνώνυμα
απενεργοποιώ
κλείνω
σταματώ τη λειτουργία
3
Αντώνυμα
ενεργοποιούμαι
ανοίγω
ξεκινώ τη λειτουργία
3
Ορισμός
Παύω να λειτουργώ ή να είμαι ενεργός.
Διακόπτω την παροχή ενέργειας ή τη λειτουργία μιας συσκευής.
Γίνομαι μη διαθέσιμος ή μη λειτουργικός.
3
Παραδείγματα
Ο υπολογιστής απενεργοποιήθηκε ξαφνικά λόγω διακοπής ρεύματος.
Το κινητό μου απενεργοποιείται όταν η μπαταρία είναι κενή.
Ο διακόπτης απενεργοποιείται αυτόματα μετά από μία ώρα αδράνειας.
3