1. Λέξη
    απενεργοποιούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: ενεργοποιούμαι - απενεργοποιώ - απενεργοποιήσω - απενεργοποίηση - ειδοποιούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • απενεργοποιώ
    • κλείνω
    • σταματώ τη λειτουργία
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενεργοποιούμαι
    • ανοίγω
    • ξεκινώ τη λειτουργία
    3
  4. Ορισμός
    • Παύω να λειτουργώ ή να είμαι ενεργός.
    • Διακόπτω την παροχή ενέργειας ή τη λειτουργία μιας συσκευής.
    • Γίνομαι μη διαθέσιμος ή μη λειτουργικός.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο υπολογιστής απενεργοποιήθηκε ξαφνικά λόγω διακοπής ρεύματος.
    • Το κινητό μου απενεργοποιείται όταν η μπαταρία είναι κενή.
    • Ο διακόπτης απενεργοποιείται αυτόματα μετά από μία ώρα αδράνειας.
    3