Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενεργοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια:
απενεργοποιώ
-
ενεργοποιούμαι
-
ενεργοποίηση
-
ενοχοποιώ
-
ενεργώ
-
απενεργοποιήσω
-
ενεργός
)
Συνώνυμα
προκαλώ
διεγείρω
εκκινώ
ξεκινώ
4
Αντώνυμα
απενεργοποιώ
σταματώ
ακινητοποιώ
αποσυνδέω
4
Ορισμός
Κάνω κάτι να λειτουργήσει ή να αρχίσει να δρα.
Ενεργοποιώ μια συσκευή ή σύστημα.
Προκαλώ μια διαδικασία ή μια αντίδραση.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να ενεργοποιήσεις τον συναγερμό πριν φύγεις.
Η θέρμανση ενεργοποιείται αυτόματα όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από τους 20 βαθμούς.
Οι ορμόνες ενεργοποιούν διάφορες βιοχημικές αντιδράσεις στο σώμα.
3