1. Συνώνυμα
    • προκαλώ
    • διεγείρω
    • εκκινώ
    • ξεκινώ
    4
  2. Αντώνυμα
    • απενεργοποιώ
    • σταματώ
    • ακινητοποιώ
    • αποσυνδέω
    4
  3. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να λειτουργήσει ή να αρχίσει να δρα.
    • Ενεργοποιώ μια συσκευή ή σύστημα.
    • Προκαλώ μια διαδικασία ή μια αντίδραση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Πρέπει να ενεργοποιήσεις τον συναγερμό πριν φύγεις.
    • Η θέρμανση ενεργοποιείται αυτόματα όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από τους 20 βαθμούς.
    • Οι ορμόνες ενεργοποιούν διάφορες βιοχημικές αντιδράσεις στο σώμα.
    3