Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υποβολή
-
αποστολή
-
σκοποβολή
-
αποβιώ
)
Συνώνυμα
απέλαση
εκδίωξη
απομάκρυνση
3
Αντώνυμα
αποδοχή
υποδοχή
επιτρόπευση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να αποβάλλει κάποιος κάτι ή κάποιον.
Η απώλεια εγκυμοσύνης πριν από τον έκτο μήνα.
2
Παραδείγματα
Η αποβολή του μαθητή από το σχολείο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
Η αποβολή της εγκυμοσύνης ήταν μια δύσκολη εμπειρία για το ζευγάρι.
2