1. Λέξη
    αποβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υποβολή - αποστολή - σκοποβολή - αποβιώ)
  2. Συνώνυμα
    • απέλαση
    • εκδίωξη
    • απομάκρυνση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδοχή
    • υποδοχή
    • επιτρόπευση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να αποβάλλει κάποιος κάτι ή κάποιον.
    • Η απώλεια εγκυμοσύνης πριν από τον έκτο μήνα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αποβολή του μαθητή από το σχολείο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
    • Η αποβολή της εγκυμοσύνης ήταν μια δύσκολη εμπειρία για το ζευγάρι.
    2