Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποδέχομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
υποδέχομαι
-
δέχομαι
-
ανέχομαι
-
απολύομαι
-
ενδέχομαι
-
αποδεικνύομαι
-
απογίνομαι
-
αποσύρομαι
-
παραδέχομαι
-
αποκλείομαι
-
αποφαίνομαι
)
Συνώνυμα
δέχομαι
αναγνωρίζω
επικυρώνω
εγκρίνω
4
Αντώνυμα
απορρίπτω
αρνούμαι
αποδοκιμάζω
3
Ορισμός
Να δέχεσαι κάτι ως έγκυρο ή σωστό.
Να συμφωνείς με μια πρόταση ή μια ιδέα.
Να αναγνωρίζεις την αξία ή την ύπαρξη κάποιου ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Αποδέχομαι την πρότασή σου για το ταξίδι.
Ο διευθυντής αποδέχθηκε την εργασία μου.
Δεν μπορώ να αποδεχτώ αυτή τη συμπεριφορά.
3