1. Συνώνυμα
    • απομονώνομαι
    • αποσπώμαι
    • απομακρύνομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • συνδέομαι
    • ενώνω
    • προσεγγίζω
    3
  3. Ορισμός
    • Να απομακρύνομαι ή να αποσπώμαι από κάποιον ή κάτι, είτε φυσικά είτε συναισθηματικά.
    • Να απομονώνομαι από την κοινωνία ή από μια ομάδα ανθρώπων.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Μετά την αποτυχία του, αποκλείστηκε από τους φίλους του.
    • Η νέα πολιτική του κυβέρνησης αποκλείει πολλούς ανθρώπους από τις κοινωνικές παροχές.
    2