Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκλείομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκλείω
-
αποκλείσω
-
απολύομαι
-
αποκαλύπτομαι
-
αποδέχομαι
-
αποσύρομαι
-
απογίνομαι
)
Συνώνυμα
απομονώνομαι
αποσπώμαι
απομακρύνομαι
3
Αντώνυμα
συνδέομαι
ενώνω
προσεγγίζω
3
Ορισμός
Να απομακρύνομαι ή να αποσπώμαι από κάποιον ή κάτι, είτε φυσικά είτε συναισθηματικά.
Να απομονώνομαι από την κοινωνία ή από μια ομάδα ανθρώπων.
2
Παραδείγματα
Μετά την αποτυχία του, αποκλείστηκε από τους φίλους του.
Η νέα πολιτική του κυβέρνησης αποκλείει πολλούς ανθρώπους από τις κοινωνικές παροχές.
2