Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποδράσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποδράω
-
αποδρώ
-
αποδώσω
-
αποσπάσω
-
δράσω
)
Συνώνυμα
διαφεύγω
ξεφεύγω
ξεγλιστρώ
3
Αντώνυμα
παραδίδομαι
συλλαμβάνομαι
αιχμαλωτίζομαι
3
Ορισμός
Να φύγω κρυφά ή γρήγορα από ένα μέρος ή μια κατάσταση, ειδικά όταν υπάρχει περιορισμός ή κίνδυνος.
Να γλιτώσω από μια δυσάρεστη ή επικίνδυνη κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Ο κρατούμενος κατάφερε να αποδράσει από τη φυλακή.
Αποδράσαμε από την πυρκαγιά ακούγοντας τις σειρήνες.
2