Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκαταστήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταστήσω
-
αποκατασταθώ
-
αντικαταστήσω
-
εγκαταστήσω
-
αποκατάσταση
-
αποκαλέσω
)
Συνώνυμα
επανδρώνω
ανακαινίζω
ανασυντάσσω
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
αποδιοργανώνω
3
Ορισμός
Επαναφέρω κάτι στην αρχική του κατάσταση ή λειτουργία.
Αποδίδω κάτι στο προηγούμενο καθεστώς ή θέση.
2
Παραδείγματα
Μετά τον σεισμό, οι ειδικοί προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τα ιστορικά κτίρια.
Η κυβέρνηση θέλει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.
2