1. Λέξη
    αποπνικτικός (επίθετο) - (παρόμοια: αποδεικτικός - αποδοτικός - αποδεικτικό - αρκτικός - απολαυστικός - ανεκτικός)
  2. Συνώνυμα
    • πνιγηρός
    • ασφυκτικός
    • δυσάρεστος
    • αποκαρωτικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • ανακουφιστικός
    • ευχάριστος
    • αναπνεύσιμος
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί αίσθημα πνιγμού ή δυσφορίας, είτε κυριολεκτικά (π.χ. λόγω έλλειψης αέρα) είτε μεταφορικά (π.χ. λόγω έντονης πίεσης ή άγχους).
    • Που δημιουργεί δυσάρεστη ή καταπιεστική ατμόσφαιρα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αποπνικτικός καύσωνας έκανε την αναπνοή δύσκολη.
    • Η αποπνικτική ατμόσφαιρα στη συνάντηση έκανε όλους να νιώθουν άβολα.
    2