Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποπνικτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αποδεικτικός
-
αποδοτικός
-
αποδεικτικό
-
αρκτικός
-
απολαυστικός
-
ανεκτικός
)
Συνώνυμα
πνιγηρός
ασφυκτικός
δυσάρεστος
αποκαρωτικός
4
Αντώνυμα
ανακουφιστικός
ευχάριστος
αναπνεύσιμος
3
Ορισμός
Που προκαλεί αίσθημα πνιγμού ή δυσφορίας, είτε κυριολεκτικά (π.χ. λόγω έλλειψης αέρα) είτε μεταφορικά (π.χ. λόγω έντονης πίεσης ή άγχους).
Που δημιουργεί δυσάρεστη ή καταπιεστική ατμόσφαιρα.
2
Παραδείγματα
Ο αποπνικτικός καύσωνας έκανε την αναπνοή δύσκολη.
Η αποπνικτική ατμόσφαιρα στη συνάντηση έκανε όλους να νιώθουν άβολα.
2