Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποδεικτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αποδεικτικό
-
αποπνικτικός
-
αποδοτικός
-
αποδεικνύω
-
αρκτικός
-
απολαυστικός
-
αποδεκτός
-
ανεκτικός
-
αποδοτικό
)
Συνώνυμα
αποδεικνυόμενος
αποδεικτικός
αποδεικτικός χαρακτήρας
3
Αντώνυμα
αναπόδεικτος
αβάσιμος
αδικαιολόγητος
3
Ορισμός
Που αποδεικνύει ή μπορεί να αποδειχθεί.
Που έχει σχέση με την απόδειξη ή βασίζεται σε αυτήν.
2
Παραδείγματα
Ο αποδεικτικός χαρακτήρας των στοιχείων ήταν αναμφισβήτητος.
Η έρευνα παρείχε αποδεικτικά στοιχεία για την ενοχή του.
2