Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανεκτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ανθεκτικός
-
αρκτικός
-
λεκτικός
-
μειονεκτικός
-
πλεονεκτικός
-
αναλυτικός
-
αστικός
-
προσεκτικός
-
αναπαυτικός
-
επιλεκτικός
-
τακτικός
-
αντρικός
-
ανδρικός
-
αποδεικτικός
-
αποπνικτικός
-
ανησυχητικός
-
αναγκαστικός
-
ανιχνευτικός
)
Συνώνυμα
επιεικής
προσηνής
γλυκύς
3
Αντώνυμα
αυστηρός
αδιάλλακτος
αμείλικτος
3
Ορισμός
Που δείχνει ανεκτικότητα, που δέχεται ή ανέχεται κάτι χωρίς αντίρρηση ή δυσαρέσκεια.
Που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να ανέχεται διαφορετικές απόψεις ή συμπεριφορές.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος ήταν πολύ ανεκτικός με τις διαφορετικές απόψεις των μαθητών.
Η ανεκτική στάση του διευθυντή βοήθησε στην επίλυση της διαφωνίας.
2