1. Συνώνυμα
    • επιεικής
    • προσηνής
    • γλυκύς
    3
  2. Αντώνυμα
    • αυστηρός
    • αδιάλλακτος
    • αμείλικτος
    3
  3. Ορισμός
    • Που δείχνει ανεκτικότητα, που δέχεται ή ανέχεται κάτι χωρίς αντίρρηση ή δυσαρέσκεια.
    • Που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να ανέχεται διαφορετικές απόψεις ή συμπεριφορές.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος ήταν πολύ ανεκτικός με τις διαφορετικές απόψεις των μαθητών.
    • Η ανεκτική στάση του διευθυντή βοήθησε στην επίλυση της διαφωνίας.
    2