1. Λέξη
    αποστέλλω (ρήμα) - (παρόμοια: αποβάλλω - ανατέλλω - αποστολή)
  2. Συνώνυμα
    • στέλνω
    • διαβιβάζω
    • εξαποστέλλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • λαμβάνω
    • παίρνω
    • δεχομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να στέλνω κάτι ή κάποιον σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή πρόσωπο.
    • Να διαβιβάζω ένα μήνυμα ή πληροφορία.
    • Να απομακρύνω κάποιον ή κάτι από ένα μέρος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα αποστείλω το δέμα αύριο.
    • Ο διευθυντής απέστειλε ένα email σε όλους τους υπαλλήλους.
    • Ο βασιλιάς απέστειλε τον στρατό του στα σύνορα.
    3