Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποστέλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποβάλλω
-
ανατέλλω
-
αποστολή
)
Συνώνυμα
στέλνω
διαβιβάζω
εξαποστέλλω
3
Αντώνυμα
λαμβάνω
παίρνω
δεχομαι
3
Ορισμός
Να στέλνω κάτι ή κάποιον σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή πρόσωπο.
Να διαβιβάζω ένα μήνυμα ή πληροφορία.
Να απομακρύνω κάποιον ή κάτι από ένα μέρος.
3
Παραδείγματα
Θα αποστείλω το δέμα αύριο.
Ο διευθυντής απέστειλε ένα email σε όλους τους υπαλλήλους.
Ο βασιλιάς απέστειλε τον στρατό του στα σύνορα.
3