Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποφασιστικότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αποφασιστικός
-
αποφασιστικά
-
αποκλειστικότητα
-
αποδοτικότητα
-
αποφασιστώ
-
αποτελεσματικότητα
-
μυστικότητα
)
Συνώνυμα
αποφασιστικότητα
διακαιοσύνη
σταθερότητα
ακλόνητη θέληση
4
Αντώνυμα
διστακτικότητα
αβεβαιότητα
αποφυγή
αποχαύνωση
4
Ορισμός
Η ικανότητα να λαμβάνει κανείς γρήγορες και σαφείς αποφάσεις.
Η ιδιότητα του να είναι κανείς σταθερός και ακλόνητος στις αποφάσεις του.
Η ποιότητα του να επιμένει κανείς στα σχέδια ή τις αποφάσεις του παρά τις δυσκολίες.
3
Παραδείγματα
Η αποφασιστικότητά του τον βοήθησε να πετύχει τους στόχους του.
Χρειάζεται αποφασιστικότητα για να αντιμετωπίσεις τέτοιες καταστάσεις.
Η έλλειψη αποφασιστικότητας μπορεί να οδηγήσει σε χαμένες ευκαιρίες.
3