Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποφασιστικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
αποφασιστικός
-
αποφασιστώ
-
αποφασιστικότητα
-
αποκλειστικά
-
αποφασιζω
-
αποφασισμένος
-
απελπιστικά
-
αποφασίζω
-
αποφασίσω
)
Συνώνυμα
κατηγορηματικά
σταθερά
αμετάκλητα
3
Αντώνυμα
διστακτικά
αβέβαια
με δισταγμό
3
Ορισμός
Με τρόπο που δείχνει απόφαση ή σιγουριά.
Χωρίς δισταγμό ή αμφιβολία.
Με τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια για αλλαγή γνώμης.
3
Παραδείγματα
Απάντησε αποφασιστικά ότι δεν θα συμμετέχει.
Πήρε την απόφαση αποφασιστικά και χωρίς να διστάσει.
Η ομάδα κινήθηκε αποφασιστικά προς την επίτευξη του στόχου της.
3