Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποφασιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αποφασιστικά
-
αποφασιστικότητα
-
αποφασιστώ
-
αποκλειστικός
-
απολαυστικός
-
απελπιστικός
-
αποφασιζω
-
αποκρουστικός
-
αποφασισμένος
-
αποδοτικός
-
αστικός
-
αγωνιστικός
-
ρατσιστικός
)
Συνώνυμα
σταθερός
αμετακίνητος
ακλόνητος
3
Αντώνυμα
αβέβαιος
διστακτικός
αποφασιστικός
3
Ορισμός
Που δείχνει σαφή απόφαση ή αποφασιστικότητα.
Που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να λαμβάνει γρήγορες και σαφείς αποφάσεις.
2
Παραδείγματα
Ο αποφασιστικός χαρακτήρας του τον βοήθησε να ξεπεράσει τις δυσκολίες.
Ένα αποφασιστικό βήμα για την επίλυση του προβλήματος.
2