Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυλακίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποφυλακίζω
-
φυλακή
-
φυλακίσουν
-
φυλακτό
)
Συνώνυμα
εγκλείω
κρατώ
συλλαμβάνω
3
Αντώνυμα
ελευθερώνω
αφήνω
2
Ορισμός
να κρατάς κάποιον σε φυλακή ή περιορισμένο χώρο
να συλλαμβάνεις και να περιορίζεις την ελευθερία κάποιου
2
Παραδείγματα
Οι αρχές αποφάσισαν να φυλακίσουν τον ύποπτο για ένοπλη ληστεία.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, πολλοί αθώοι άνθρωποι φυλακίστηκαν χωρίς δίκη.
2