Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποφασίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποφασίσω
-
αποφασιζω
-
αποφασίζομαι
-
αποφασιστώ
-
αποφυλακίζω
-
αποφασιστικά
)
Συνώνυμα
καθορίζω
επιλέγω
ορίζω
3
Αντώνυμα
διστάζω
αμφιταλαντεύομαι
απορρίπτω
3
Ορισμός
Παίρνω μια οριστική απόφαση μετά από σκέψη ή συζήτηση.
Καθορίζω ή καθορίζομαι σε μια συγκεκριμένη πορεία δράσης.
2
Παραδείγματα
Αποφάσισα να πάω διακοπές στην Ελλάδα.
Η επιτροπή αποφάσισε να αναβάλει τη συνάντηση.
2