Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναρχίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναχτίζω
-
ξαναπαίζω
-
αρχίζω
-
ξαναγυρίζω
-
ξανακερδίζω
-
ξαναρωτώ
-
ξαναβάζω
)
Συνώνυμα
επανεκκινώ
ξεκινώ πάλι
ανανεώνω
3
Αντώνυμα
σταματώ
τερματίζω
ολοκληρώνω
3
Ορισμός
Επανεκκίνηση μιας διαδικασίας ή δραστηριότητας.
Να αρχίσει κάτι από την αρχή.
2
Παραδείγματα
Μετά τη διακοπή ρεύματος, έπρεπε να ξαναρχίσω τον υπολογιστή.
Αποφάσισε να ξαναρχίσει τις σπουδές του μετά από ένα διάλειμμα.
2