1. Λέξη
    ασφαλώς (επίρρημα) - (παρόμοια: ασφαλής - ασφαλτός - ασφαλίζω - ασφαλιστής)
  2. Συνώνυμα
    • βεβαίως
    • σίγουρα
    • αναμφίβολα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αβέβαια
    • αμφίβολα
    • αναποφάσιστα
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δηλώνει βεβαιότητα ή σιγουριά.
    • Χωρίς αμφιβολία ή δισταγμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ασφαλώς θα έρθω στο πάρτι σου.
    • Ασφαλώς είναι η καλύτερη επιλογή.
    2