Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασφαλώς (επίρρημα) - (παρόμοια:
ασφαλής
-
ασφαλτός
-
ασφαλίζω
-
ασφαλιστής
)
Συνώνυμα
βεβαίως
σίγουρα
αναμφίβολα
3
Αντώνυμα
αβέβαια
αμφίβολα
αναποφάσιστα
3
Ορισμός
Με τρόπο που δηλώνει βεβαιότητα ή σιγουριά.
Χωρίς αμφιβολία ή δισταγμό.
2
Παραδείγματα
Ασφαλώς θα έρθω στο πάρτι σου.
Ασφαλώς είναι η καλύτερη επιλογή.
2