Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασφαλίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εξασφαλίζω
-
διασφαλίζω
-
ασφαλής
-
ασφαλώς
-
ασφαλτός
)
Συνώνυμα
προστατεύω
διασφαλίζω
εξασφαλίζω
3
Αντώνυμα
εκθέτω
κινδυνεύω
2
Ορισμός
Κάνω κάτι ασφαλές ή προστατευμένο από κίνδυνο ή ζημιά.
Εξασφαλίζω οικονομικά ή νομικά κάποιον ή κάτι.
Παίρνω μέτρα για να αποφευχθεί κάποιος κίνδυνος.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να ασφαλίσεις το σπίτι σου από πιθανές πλημμύρες.
Η εταιρεία ασφάλισε όλους τους εργαζόμενους της.
Ασφάλισε τα εργαλεία του πριν φύγει από το εργαστήριο.
3