1. Λέξη
    ασφαλίζω (ρήμα) - (παρόμοια: εξασφαλίζω - διασφαλίζω - ασφαλής - ασφαλώς - ασφαλτός)
  2. Συνώνυμα
    • προστατεύω
    • διασφαλίζω
    • εξασφαλίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εκθέτω
    • κινδυνεύω
    2
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι ασφαλές ή προστατευμένο από κίνδυνο ή ζημιά.
    • Εξασφαλίζω οικονομικά ή νομικά κάποιον ή κάτι.
    • Παίρνω μέτρα για να αποφευχθεί κάποιος κίνδυνος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να ασφαλίσεις το σπίτι σου από πιθανές πλημμύρες.
    • Η εταιρεία ασφάλισε όλους τους εργαζόμενους της.
    • Ασφάλισε τα εργαλεία του πριν φύγει από το εργαστήριο.
    3