1. Συνώνυμα
    • απασχολούμαι
    • δουλεύω
    • εργάζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αδρανώ
    • αμέλγω
    2
  3. Ορισμός
    • Ενδιαφέρομαι για κάτι ή κάποιον και αφιερώνω χρόνο και προσπάθεια σε αυτό.
    • Ασχολούμαι με μια δραστηριότητα ή εργασία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ασχολούμαι με τη ζωγραφική τα τελευταία χρόνια.
    • Δεν μπορώ να ασχοληθώ με αυτό το θέμα τώρα, έχω πολλές υποχρεώσεις.
    2