Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασχολούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
απασχολούμαι
-
ασχολούμαστε
-
απειλούμαι
-
ασχολία
-
αποτελούμαι
-
απολογούμαι
)
Συνώνυμα
απασχολούμαι
δουλεύω
εργάζομαι
3
Αντώνυμα
αδρανώ
αμέλγω
2
Ορισμός
Ενδιαφέρομαι για κάτι ή κάποιον και αφιερώνω χρόνο και προσπάθεια σε αυτό.
Ασχολούμαι με μια δραστηριότητα ή εργασία.
2
Παραδείγματα
Ασχολούμαι με τη ζωγραφική τα τελευταία χρόνια.
Δεν μπορώ να ασχοληθώ με αυτό το θέμα τώρα, έχω πολλές υποχρεώσεις.
2