Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αυταρχικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αρχικός
-
αναρχικός
-
πρωταρχικός
-
πειθαρχικός
)
Συνώνυμα
απολυταρχικός
δεσποτικός
αυθαίρετος
3
Αντώνυμα
δημοκρατικός
φιλελεύθερος
συνεργατικός
3
Ορισμός
Που ασκεί απόλυτη εξουσία χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις ή τις επιθυμίες των άλλων.
Που χαρακτηρίζεται από την τάση να επιβάλλει τη θέλησή του χωρίς συζήτηση ή συμβιβασμό.
2
Παραδείγματα
Ο αυταρχικός ηγέτης δεν ανέχονταν καμία αντιπολίτευση.
Η αυταρχική διακυβέρνηση επέβαλλε αυστηρά μέτρα χωρίς να συμβουλευτεί τον λαό.
2