1. Λέξη
    αυταρχικός (επίθετο) - (παρόμοια: αρχικός - αναρχικός - πρωταρχικός - πειθαρχικός)
  2. Συνώνυμα
    • απολυταρχικός
    • δεσποτικός
    • αυθαίρετος
    3
  3. Αντώνυμα
    • δημοκρατικός
    • φιλελεύθερος
    • συνεργατικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που ασκεί απόλυτη εξουσία χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις ή τις επιθυμίες των άλλων.
    • Που χαρακτηρίζεται από την τάση να επιβάλλει τη θέλησή του χωρίς συζήτηση ή συμβιβασμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αυταρχικός ηγέτης δεν ανέχονταν καμία αντιπολίτευση.
    • Η αυταρχική διακυβέρνηση επέβαλλε αυστηρά μέτρα χωρίς να συμβουλευτεί τον λαό.
    2