1. Λέξη
    πρωταρχικός (επίθετο) - (παρόμοια: αυταρχικός - αρχικός - πειθαρχικός - πρωταγωνιστικός - αναρχικός - πρωκτικός)
  2. Συνώνυμα
    • βασικός
    • κύριος
    • κεντρικός
    • θεμελιώδης
    4
  3. Αντώνυμα
    • δευτερεύων
    • επιπρόσθετος
    • ασήμαντος
    3
  4. Ορισμός
    • που αποτελεί την πρώτη και σημαντικότερη πηγή ή αιτία
    • που έχει μεγάλη σημασία και επηρεάζει άλλα πράγματα
    • που αναφέρεται στην αρχική κατάσταση ή μορφή
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η πρωταρχική αιτία του προβλήματος ήταν η έλλειψη επικοινωνίας.
    • Ο πρωταρχικός στόχος του προγράμματος είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής.
    • Στη φιλοσοφία, η πρωταρχική ύλη θεωρείται ως το θεμέλιο όλων των πραγμάτων.
    3