Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρωταρχικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αυταρχικός
-
αρχικός
-
πειθαρχικός
-
πρωταγωνιστικός
-
αναρχικός
-
πρωκτικός
)
Συνώνυμα
βασικός
κύριος
κεντρικός
θεμελιώδης
4
Αντώνυμα
δευτερεύων
επιπρόσθετος
ασήμαντος
3
Ορισμός
που αποτελεί την πρώτη και σημαντικότερη πηγή ή αιτία
που έχει μεγάλη σημασία και επηρεάζει άλλα πράγματα
που αναφέρεται στην αρχική κατάσταση ή μορφή
3
Παραδείγματα
Η πρωταρχική αιτία του προβλήματος ήταν η έλλειψη επικοινωνίας.
Ο πρωταρχικός στόχος του προγράμματος είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Στη φιλοσοφία, η πρωταρχική ύλη θεωρείται ως το θεμέλιο όλων των πραγμάτων.
3