Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αυτοκινητιστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
αυτοκινητικός
-
αυτοκινητοπομπή
-
αυτοκινητόδρομος
)
Συνώνυμα
αυτοκινητικός
οδικός
2
Αντώνυμα
πεζικός
αεροπορικός
2
Ορισμός
Σχετικός με την κυκλοφορία ή τη χρήση αυτοκινήτων.
Που αφορά τα οχήματα ή τις μετακινήσεις με αυτοκίνητο.
2
Παραδείγματα
Το αυτοκινητιστικό δυστύχημα έγινε σε κεντρικό δρόμο.
Η αυτοκινητιστική βιομηχανία έχει μεγάλη σημασία για την οικονομία.
2