1. Λέξη
    αυτοκινητιστικό (επίθετο) - (παρόμοια: αυτοκινητικός - αυτοκινητοπομπή - αυτοκινητόδρομος)
  2. Συνώνυμα
    • αυτοκινητικός
    • οδικός
    2
  3. Αντώνυμα
    • πεζικός
    • αεροπορικός
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την κυκλοφορία ή τη χρήση αυτοκινήτων.
    • Που αφορά τα οχήματα ή τις μετακινήσεις με αυτοκίνητο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το αυτοκινητιστικό δυστύχημα έγινε σε κεντρικό δρόμο.
    • Η αυτοκινητιστική βιομηχανία έχει μεγάλη σημασία για την οικονομία.
    2