1. Λέξη
    αυτοκινητοπομπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αυτοκινητικός - αυτοκινητιστικό - αυτοκινητόδρομος)
  2. Συνώνυμα
    • πομπή αυτοκινήτων
    • κοντέινερ αυτοκινήτων
    • αυτοκινητική παρέλαση
    3
  3. Αντώνυμα
    • μονόκλινο αυτοκίνητο
    • μεμονωμένο όχημα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια σειρά από αυτοκίνητα που κινούνται μαζί, συνήθως για ειδικούς σκοπούς ή εκδηλώσεις.
    • Μια ομάδα αυτοκινήτων που μεταφέρονται μαζί, συχνά για εμπορικούς ή μεταφορικούς λόγους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αυτοκινητοπομπή του γάμου έκανε εντύπωση με τα πολυτελή οχήματά της.
    • Μια μεγάλη αυτοκινητοπομπή μεταφέρει τα νέα μοντέλα στα showroom.
    2