1. Συνώνυμα
    • εξαρτώμαι
    • στηρίζομαι
    • επικυρώνομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • απορρίπτω
    • αμφισβητώ
    • αποστατώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να στηρίζομαι ή να εξαρτώμαι από κάτι ή κάποιον για υποστήριξη, καθοδήγηση ή επιβεβαίωση.
    • Να έχω ως βάση ή θεμέλιο κάτι.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Βασίζομαι στις συμβουλές σου για να πάρω τη σωστή απόφαση.
    • Η έρευνά του βασίζεται σε αξιόπιστα δεδομένα.
    2