Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
βασανίζομαι
-
αποφασίζομαι
-
βυθίζομαι
-
βασίζω
-
χτίζομαι
-
σκίζομαι
-
παίζομαι
-
ορίζομαι
-
βιάζομαι
)
Συνώνυμα
εξαρτώμαι
στηρίζομαι
επικυρώνομαι
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
αμφισβητώ
αποστατώ
3
Ορισμός
Να στηρίζομαι ή να εξαρτώμαι από κάτι ή κάποιον για υποστήριξη, καθοδήγηση ή επιβεβαίωση.
Να έχω ως βάση ή θεμέλιο κάτι.
2
Παραδείγματα
Βασίζομαι στις συμβουλές σου για να πάρω τη σωστή απόφαση.
Η έρευνά του βασίζεται σε αξιόπιστα δεδομένα.
2