Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
βασική
-
βασικός
-
βασιστώ
)
Συνώνυμα
ουσιαστικά
κυρίως
θεμελιωδώς
3
Αντώνυμα
επιφανειακά
δευτερευόντως
2
Ορισμός
Κατά τον βασικό ή θεμελιώδη τρόπο.
Σε γενικές γραμμές, χωρίς να εμβαθύνουμε σε λεπτομέρειες.
2
Παραδείγματα
Βασικά, η ιδέα είναι καλή, αλλά χρειάζεται περισσότερη ανάλυση.
Βασικά, αυτό που θέλω να πω είναι ότι πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί.
2