Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασικός (επίθετο) - (παρόμοια:
βασιλικός
-
βασικά
-
βασική
-
κλασικός
-
βασιλικό
-
βασανιστικός
-
βαρυτικός
)
Συνώνυμα
κύριος
στοιχειώδης
πρωταρχικός
3
Αντώνυμα
δευτερεύων
επιπρόσθετος
προαιρετικός
3
Ορισμός
Αυτός που αποτελεί τη βάση ή το θεμέλιο για κάτι.
Αυτός που είναι απαραίτητος ή ουσιαστικός.
Αυτός που χαρακτηρίζεται από απλότητα και έλλειψη πολυπλοκότητας.
3
Παραδείγματα
Η βασική ιδέα του έργου είναι η ελευθερία.
Οι βασικές αρχές της φυσικής διδάσκονται στο γυμνάσιο.
Η βασική διατροφή περιλαμβάνει φρούτα και λαχανικά.
3